φλοκιαστός

φλοκιαστός
-ή, -ό, Ν [φλοκιάζω]
1. φλοκωτός
2. το θηλ. ως ουσ. η φλοκιαστή
φλοκάτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φλοκιαστός — ή, ό ο φλοκωτός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλοκωτός — ή, ό 1. (για υφάσματα), αυτός που έχει φλόκια (βλ. λ.), φλοκιαστός, φλοκάτος: Φλοκωτή βελέντζα. 2. το θηλ. ως ουσ., φλοκωτή η φλοκάτη (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”